αἱματοειδής
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
ές, A like blood, blood-red, D.S.17.10.
Greek (Liddell-Scott)
αἱμᾰτοειδής: -ές, ὅμοιος αἵματι, ἐρυθρὸς ὡς αἷμα, Διοδ. 17. 10.
Spanish (DGE)
-ές
de color rojo sangre φρίκη D.S.17.10, ἥλιος Sibyll.Tib.24, 25, 26, ref. una gema λίθος Orph.L.Ker.29.2.
Russian (Dvoretsky)
αἱμᾰτοειδής: похожий на кровь, кровавый (ἱδρώς Diod.).