γιγγλυμόομαι

From LSJ
Revision as of 09:40, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλῠμόομαι Medium diacritics: γιγγλυμόομαι Low diacritics: γιγγλυμόομαι Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΟΟΜΑΙ
Transliteration A: ginglymóomai Transliteration B: ginglymoomai Transliteration C: gigglymoomai Beta Code: gigglumo/omai

English (LSJ)

A to be hinge-jointed, γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σφόνδυλοι Hp.Art.45.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμόομαι: συναρμόζομαι, διαρθροῦμαι, ὡς ὁ γίγγλυμος μὲ γιγγλυμοειδῆ ἄρθρωσιν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 810.

Spanish (DGE)

medic. encajarse como un gozne γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι Hp.Art.45, cf. Gal.18(1).532.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γιγγλυμόομαι γίγγλυμος gescharnierd zijn:. γεγιγγλύμωνται πρὸς ἀλλήλους οἱ σπόνδυλοι de wervels zitten als scharnieren tegen elkaar Hp. Art. 45.