νοσφισμός

From LSJ
Revision as of 10:07, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νοσφισμός Medium diacritics: νοσφισμός Low diacritics: νοσφισμός Capitals: ΝΟΣΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: nosphismós Transliteration B: nosphismos Transliteration C: nosfismos Beta Code: nosfismo/s

English (LSJ)

ὁ, A absence, ἤλγει τὸν ν. τῆς ὠμότητος J.BJ5.10.4. II appropriating, stealing, Plb.32.5.8; peculation, Ph.2.336, Plu.2.843f: pl., Vett.Val.40.29.

Greek (Liddell-Scott)

νοσφισμός: ὁ, τὸ ἀποχωρίζειν ἀποχωρισμός, Μοσχόπ. π. σχεδ. σ. 92. 2) ἰδιοποίησις, κλοπή, Πολύβ. 32. 21, 8· σφετερισμός, Πλούτ. 2. 843F.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
usurpation, vol ; particul. concussion, péculat.
Étymologie: νοσφίζω.

Greek Monolingual

ο (Α νοσφισμός) νοσφίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του νοσφίζομαι, ιδιοποίηση, σφετερισμός, κλοπή
αρχ.
αποχωρισμός.

Russian (Dvoretsky)

νοσφισμός: ὁ (по)хищение или растрата Polyb., Plut.