ἀρχιμάγειρος
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
[ᾰ], ον, chief cook, LXXGe.39.1, al., cf. Ph.2.63; title of a great officer in Oriental courts, LXXDa.2.14, cf. J.AJ10.10.3, Plu.2.11b:—also ἀρχιμαγειρεύς, έως, ὁ, dignitary in Mithraic cult, BCH 37.97 (Thessalonica).
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, Oberkoch, Plut. educ. lib. 14 M.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχιμάγειρος: ὁ πρῶτος μάγειρος, Ἑβδ. (Γεν. λθ΄, 1, κ. ἀλλ., πρβλ. Φίλωνα. 2. 63): ἐν ταῖς αὐλαῖς τῶν βασιλέων ἐν Ἀνατολῇ φαίνεται ὅτι τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀρχιμαγείρου, δὲν ἦτο μικρὸν καὶ δὲν περιωρίζετο μόνον εἰς τὰ τοῦ μαγείρου, Ἑβδ. (Δαν. β΄ 14, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 10. 10, 3), Πλούτ. 2. 11Β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
cuisinier-chef, maître-queux.
Étymologie: ἄρχω, μάγειρος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. archimagirus Iuu.9.109
cocinero jefe Iuu.l.c., cf. IO 62.17 (I a.C.)
•considerado como un puesto importante de las cortes egipcias y orientales, equiv. en realidad a jefe de la escolta personal del faraón, dicho de Putifar, LXX Ge.37.36, 39.1, Ph.2.46, T.Ios.2.1, en Babilonia, LXX 4Re.25.8, Da.2.14, Hippol.Dan.1.3.5, en las monarquías heleníst., Plu.2.11b
•c. sign. alegóricos, Ph.2.63.
Greek Monolingual
και -μάγειρας, ο (AM ἀρχιμάγειρος)
ο επικεφαλής των μαγείρων.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχιμάγειρος: ὁ главный повар Plut.