τριπλασιασμός

From LSJ
Revision as of 10:32, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπλασιασμός Medium diacritics: τριπλασιασμός Low diacritics: τριπλασιασμός Capitals: ΤΡΙΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: triplasiasmós Transliteration B: triplasiasmos Transliteration C: triplasiasmos Beta Code: triplasiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, a tripling, Plu. 2.1028c (pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de tripler.
Étymologie: τριπλασιάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τριπλασιάζω
πολλαπλασιασμός επί τρία
μσν.
μτφ.
1. η επανάληψη λέξης ή όρου τρεις φορές
2. τα τρία μέρη της Αγίας Τριάδας.

Russian (Dvoretsky)

τριπλᾰσιασμός:утраивание Plut.