τριπλασιασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, a tripling, Plu. 2.1028c (pl.).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
action de tripler.
Étymologie: τριπλασιάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ τριπλασιάζω
πολλαπλασιασμός επί τρία
μσν.
μτφ.
1. η επανάληψη λέξης ή όρου τρεις φορές
2. τα τρία μέρη της Αγίας Τριάδας.
Russian (Dvoretsky)
τριπλᾰσιασμός: ὁ утраивание Plut.