δοξοφαγία
From LSJ
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
ἡ, A hunger after fame, Plb.6.9.7.
German (Pape)
[Seite 658] ἡ, Heißhunger nach Ruhm, Pol. 6, 9, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δοξοφᾰγία: ἡ, ἀπληστία δόξης, Πολύβ. 6. 9, 7.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
hambre o deseo de fama διὰ τὴν ἄφρωνα δοξοφαγίαν Plb.6.9.7.
Greek Monolingual
δοξοφαγία, η (Α)
ακόρεστη επιθυμία για δόξα, για φήμη.
Russian (Dvoretsky)
δοξοφᾰγία: ἡ жажда славы, тщеславие Polyb.