εὐτηξία
From LSJ
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
ἡ, fusibility, Arist. Mir. 834a7.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτηξία: ἡ, ἡ περὶ τὴν τῆξιν εὐκολία, τὸ εὐκόλως τήκεσθαι, Ἀριστ. π. Θαυμ. 50.
Russian (Dvoretsky)
εὐτηξία: ἡ хорошая расплавляемость, плавкость (sc. τοῦ κασσιτέρου Arst.).