συστροφία

Revision as of 11:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

English (LSJ)

ἡ, A versatility, Plb.23.2.2 codd. (εὐστροφίας Reiske, συστροφῆς B.-W.). II familiarity with an author, f.l. for συντρ-, D.H.Din. 7; also f.l. for συντρ- in D.S.30.17, LXX 3 Ma.5.32.

German (Pape)

[Seite 1045] ἡ, 1) eigtl. das Vermögen, sich hin u. her zu wenden, Gewandtheit, List, Pol. 24, 2, 2. – 2) Umgang u. Unterricht, D. Hal. iud. de Din. 7.

Greek (Liddell-Scott)

συστροφία: ἡ εὐστροφία, πολὺ τῆς τοιαύτης συστροφίας... ἀπολειπόμενον Πολύβ. 24. 2, 2· ὁ Reisk προτείνει εὐστροφίας. ΙΙ. οἰκειότης, γνωριμία, μετὰ συγγραφέων ἢ διδασκαλία, Διον. Ἁλ. εἰς Δείναρχον 7· ἐν Διοδ. Ἐκλογ. 780. 46, ὁ Wess. συντροφίαν.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. ευστροφία, πανουργία
2. πιθ. (σχετικά με συγγραφείς) οικειότητα, γνωριμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή + κατάλ. -ία. Ο τ. με σημ. «πανουργία, επιτηδειότητα» πρέπει ίσως να διορθωθεί σε ευστροφία, ενώ με τη σημ. «οικειότητα» θα μπορούσε να θεωρηθεί εσφ. γρφ. του συντροφιά].

Russian (Dvoretsky)

συστροφία:изворотливость, хитрость Polyb.