οικειότητα
Βίον καλὸν ζῇς, ἂν γυναῖκα μὴ τρέφῃς → Uxorem si non duxis, vives commode → Gut ist dein Leben, wenn du keine Frau ernährst
Greek Monolingual
η (ΑΜ οἰκειότης, Α ιων. τ. οἰκηϊότης) οικείος
ύπαρξη στενού συνδέσμου, εγκαρδιότητας στις ανθρώπινες σχέσεις, στενή φιλία, φιλικές και εγκάρδιες σχέσεις
νεοελλ.
γνώση ενός αντικειμένου, εξοικείωση
αρχ.
1. ύπαρξη συγγενικών δεσμών μεταξύ προσώπων
2. γαμική συμβίωση, γάμος
3. προσαρμογή στη φύση ή στο περιβάλλον
4. σύνθεση ή διαμόρφωση ιδεών
5. (σχετικά με αφηρημένα πράγματα) σχέση συνάφειας («οἰκειότητος ἀλλήλων τῶν μαθημάτων καὶ τῆς τοῦ ὄντος φύσεως», Πλάτ.)
6. γραμμ. (για λέξη ή για φράση) χρήση της κυριολεκτικής σημασίας, σε αντιδιαστολή προς τη μεταφορά («τὰ μὲν μεταφοραῖς, τὰ δ' οἰκειότησιν ἄλλαις γνώριμα... μηχανησάμενος», Πλούτ.)
7. στον πληθ. αἱ οἰκειότητες
φιλικές σχέσεις.