πάμμικτος

From LSJ
Revision as of 12:00, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα σαρκί χρώμενον → a human is a spirit furnished with flesh

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμμικτος Medium diacritics: πάμμικτος Low diacritics: πάμμικτος Capitals: ΠΑΜΜΙΚΤΟΣ
Transliteration A: pámmiktos Transliteration B: pammiktos Transliteration C: pammiktos Beta Code: pa/mmiktos

English (LSJ)

ον, A = παμμιγής, ὄχλος A.Pers.53 (anap.); ἐπίκουροι ib.903 (lyr.), cf. Aq.Ps.77(78).45, Vett. Val.15.15.

German (Pape)

[Seite 454] = παμμιγής; ὄχλος, Aesch. Pers. 53; ἐπίκουροι, 870.

Greek (Liddell-Scott)

πάμμικτος: -ον, = παμμιγής, πάμμικτος ὄχλος Αἰσχύλ. Πέρσ. 53, 904.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé d'éléments mêlés, confus.
Étymologie: πᾶν, μίγνυμι.

Greek Monolingual

πάμμικτος και πάμμεικτος, -ον (Α)
παμμιγής («πάμμικτον ὄχλον πέμπει σύρδην», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + μικτός (< μειγνυμι)].

Greek Monotonic

πάμμικτος: -ον, = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

πάμμικτος: чрезвычайно смешанный, собравшийся отовсюду, разношерстный (ὄχλος Aesch.).