παρακινηματικός

From LSJ
Revision as of 13:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)" to "")

οὐκ ἔστι λύπης ἄλγημα μεῖζονthere is no greater pain than grief

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακῑνηματικός Medium diacritics: παρακινηματικός Low diacritics: παρακινηματικός Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parakinēmatikós Transliteration B: parakinēmatikos Transliteration C: parakinimatikos Beta Code: parakinhmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, exciting, π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρακίνημα, -ατος]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός.