παρακινηματικός
From LSJ
English (LSJ)
ή, όν, exciting, π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παρακίνημα, -ατος]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός.
Full diacritics: παρακῑνηματικός | Medium diacritics: παρακινηματικός | Low diacritics: παρακινηματικός | Capitals: ΠΑΡΑΚΙΝΗΜΑΤΙΚΟΣ |
Transliteration A: parakinēmatikós | Transliteration B: parakinēmatikos | Transliteration C: parakinimatikos | Beta Code: parakinhmatiko/s |
ή, όν, exciting, π. τι καὶ μανιῶδες Ph. 2.477.
-ή, -όν, Α παρακίνημα, -ατος]
αυτός που έχει την ιδιότητα ή την ικανότητα να διεγείρει, να ερεθίζει, διεγερτικός, ερεθιστικός.