παρεπιμένω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
continue, survive, Lyd.Mag.1.12.
Greek Monolingual
Α επιμένω
1. εξακολουθώ να μένω
2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω.