παχύπους

From LSJ
Revision as of 14:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχύπους Medium diacritics: παχύπους Low diacritics: παχύπους Capitals: ΠΑΧΥΠΟΥΣ
Transliteration A: pachýpous Transliteration B: pachypous Transliteration C: pachypous Beta Code: paxu/pous

English (LSJ)

[ῠ], ὁ, ἡ, gen. ποδος, thick-footed, v.l. in Arist.HA557a23, cf. Adam.2.48.

German (Pape)

[Seite 539] οδος, dickfüßig, Polem. physiogn., Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχύπους: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖς πόδας, διάφ. γραφ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἰστ. 5. 31, 7, Πολέμων. Φυσιογν. 287. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παχύποδα· τὸν ὑπὸ λιμοῦ καὶ φιλαργυρίας οἰδήσαντα». - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 395.

Greek Monolingual

-ουν, ΝΑ
αυτός που έχει παχιά πόδια, χοντροπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύ- + -πους (< πούς, ποδός), πρβλ. πλατύ-πους].

Russian (Dvoretsky)

πᾱχύπους: 2, gen. ποδος (ῠ) толстоногий Arst.