πιθηκοειδής

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθηκοειδής Medium diacritics: πιθηκοειδής Low diacritics: πιθηκοειδής Capitals: ΠΙΘΗΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pithēkoeidḗs Transliteration B: pithēkoeidēs Transliteration C: pithikoeidis Beta Code: piqhkoeidh/s

English (LSJ)

ές, ape-like, Arist.HA498b15, Gal.2.545.

German (Pape)

[Seite 613] ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πῐθηκοειδής: -ές, ὅμοιος πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην.

Greek Monolingual

-ές ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο γένος τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων ὕστερον διορισθήσεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

πῐθηκοειδής: похожий на обезьяну, обезьяноподобный Arst.