πιθηκοειδής
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ές, ape-like, Arist.HA498b15, Gal.2.545.
German (Pape)
[Seite 613] ές, affenähnlich, affenarsig, Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πῐθηκοειδής: -ές, ὅμοιος πιθήκῳ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 16, Γαλην.
Greek Monolingual
-ές ΝΑ
αυτός που είναι όμοιος με πίθηκο, που ανήκει στο γένος τών πιθήκων («περὶ δὲ τῶν πιθηκοειδῶν ζώων ὕστερον διορισθήσεται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος + -ειδής].
Russian (Dvoretsky)
πῐθηκοειδής: похожий на обезьяну, обезьяноподобный Arst.