πλαγιοτομία

From LSJ
Revision as of 15:15, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιοτομία Medium diacritics: πλαγιοτομία Low diacritics: πλαγιοτομία Capitals: ΠΛΑΓΙΟΤΟΜΙΑ
Transliteration A: plagiotomía Transliteration B: plagiotomia Transliteration C: plagiotomia Beta Code: plagiotomi/a

English (LSJ)

ἡ, oblique incision, Leonid. ap. Aët.15.5.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
(γεωδ.-τοπογρ.) ειδική περίπτωση εφαρμογής της εμπροσθοτομίας, όταν ένα από τα δύο γνωστά σημεία είναι απρόσιτο, όπως λ.χ. είναι ένα αδιάβατο έδαφος ή η κορυφή ενός καμπαναριού κ.λπ.
αρχ.
λοξή εντομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -τομία (< -τομος < τόμος < τέμνω), πρβλ. καινοτομία.