πλυνεύς
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
έως, ὁ, = πλύντης, πλύτης, IG2.1327, Poll.7.38.
German (Pape)
[Seite 638] ὁ, = πλύντης, πλύτης, B. A. 294; nach Moeris altattisch für das spätere κναφεύς, während Thom. Mag. das Wort verwirft.
Greek (Liddell-Scott)
πλῠνεύς: ὁ, = πλύντης, πλύτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 455, Πολυδ. Ζ΄, 39.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που πλένει κάτι, ο πλύστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύνος + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππ-εύς)].