ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Full diacritics: πηρώδης | Medium diacritics: πηρώδης | Low diacritics: πηρώδης | Capitals: ΠΗΡΩΔΗΣ |
Transliteration A: pērṓdēs | Transliteration B: pērōdēs | Transliteration C: pirodis | Beta Code: phrw/dhs |
πηρώδης: -ες, βεβλαμμένος κατά τι μέρος τοῦ σώματος, Ἡσύχ. ἐν λ. γυιός.
-ες, Α πηρός
ακρωτηριασμένος, ανάπηρος.