πνευματόμφαλος

From LSJ
Revision as of 15:25, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ψυχῆς γὰρ οὐδέν ἐστι τιμιώτερον → Nil reperiri carius vita potest → Kein Gut ist als das Leben wertvoller

Menander, Monostichoi, 552
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πνευμᾰτόμφᾰλος Medium diacritics: πνευματόμφαλος Low diacritics: πνευματόμφαλος Capitals: ΠΝΕΥΜΑΤΟΜΦΑΛΟΣ
Transliteration A: pneumatómphalos Transliteration B: pneumatomphalos Transliteration C: pnevmatomfalos Beta Code: pneumato/mfalos

English (LSJ)

ὁ, sufferer from umbilical hernia, supposed to be caused by wind, Gal.14.786:—also πνευμ-όμφαλον, τό, umbilical hernia, Id.19.445.

German (Pape)

[Seite 640] Windbruch des Nabels, sp. Medic.

Greek (Liddell-Scott)

πνευμᾰτόμφᾰλος: ὁ, τὸ ἀνεύρυσμα τοῦ ὀμφαλοῦ, Γαλην. 2. 395· οὕτω, πνευμόμφαλος, αὐτόθι 274.

Greek Monolingual

(I)
ὁ, Α
(στον Γαλ.) ανεύρυσμα του ομφαλού και διόγκωση του λόγω διείσδυσης αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεῦμα, -ατος+ ὀμφαλός.
(II)
-ον, Α πνευματόμφαλος
(στον Γαλ.) αυτός που πάσχει από πνευματόμφαλο.