πολυγενής

From LSJ
Revision as of 15:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠγενής Medium diacritics: πολυγενής Low diacritics: πολυγενής Capitals: ΠΟΛΥΓΕΝΗΣ
Transliteration A: polygenḗs Transliteration B: polygenēs Transliteration C: polygenis Beta Code: polugenh/s

English (LSJ)

ές, (γένος) of many families, Poll.9.21; π. τὸν Δία προσηγόρευσεν PMich. in Class.Phil.22.9.

German (Pape)

[Seite 660] ές, von vielen, vielerlei Geschlechtern; Poll. 6, 171; Schol. Il. 2, 804.

Greek (Liddell-Scott)

πολυγενής: -ές, (γενέσθαι) ὁ ἐκ πολλῶν οἰκογενειῶν ἀποτελούμενος, Πολυδ. Ϛ΄, 171, Θ΄, 21.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που ανήκει σε πολλά γένη («πολυγενῆ τὸν Δία προσηγόρευσεν», παπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -γενής (< γένος), πρβλ. μονο-γενής, ομο-γενής].