πολύκυκλος
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
ον, with many circles, Id.s.v.πολυέλικτον.
German (Pape)
[Seite 665] mit od. in vielen Kreisen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκυκλος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς κύκλους, Ἡσύχ. ἐν λ. πολυέλικτον.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλούς κύκλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κυκλος (< κύκλος), πρβλ. ολό-κυκλος].