πολύνευρον
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
τό, = ἀρνόγλωσσον, Ps.-Dsc.2.126.
German (Pape)
[Seite 667] τό, ein Kraut, sonst ἀρνόγλωσσον, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
πολύνευρον: τό, = ἀρνόγλωσσον, Διοσκ. 2. 153 (ἐκ τῶν νόθ.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
βλ. πολύνευρος.