προκελεύω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
give orders before, Wilcken Chr.14 iii 16 (1 A. D.), dub. sens. in Hsch. s.v. προκελήδης (corrupt form).
German (Pape)
[Seite 730] (s. κελεύω), vorher in Bewegung setzen, Hesych. hat προκελῆσαι, προκελεῦσαι.
Greek (Liddell-Scott)
προκελεύω: κελεύω πρότερον, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
Α
παρακινώ, παρορμώ εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κελεύω «προτρέπω, προστάζω»].