προπεριελίσσω
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
twist round first, Aen.Tact.31.20.
German (Pape)
[Seite 739] vorher umwickeln, Sp.
Greek Monolingual
Α
περιτυλίσσω από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + περιελίσσω «περιτυλίγω»].