προσαποξέω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
erase, expunge as well: metaph., τὴν τυραννοκτονίαν -απέξεσε τῆς πόλεως Lib.Decl.43.45.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποξέω: ἀποξέω προσέτι, τί τινος Λιβάν. 4. 810.
Greek Monolingual
Α
1. αφαιρώ κάτι με απόξεση
2. μτφ. εξαλείφω κάτι επί πλέον («τὴν τυραννοκτονίαν τῆς πόλεως προσαπέξεσε», Λιβάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀποξέω «αφαιρώ με απόξεση, αφαιρώ τελείως»].