προσπερίκειμαι
From LSJ
Ἴσον θεῷ σου τοὺς φίλους τιμᾶν θέλε → Honora amicos tamquam honorares deos → Verehre willig deine Freunde Göttern gleich
English (LSJ)
envelope besides, Orib.Fr. 114.
Greek Monolingual
Α
περιβάλλω, περικαλύπτω κάτι επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + περίκειμαι «περιβάλλω»].