πρόσραμμα

From LSJ
Revision as of 16:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσραμμα Medium diacritics: πρόσραμμα Low diacritics: πρόσραμμα Capitals: ΠΡΟΣΡΑΜΜΑ
Transliteration A: prósramma Transliteration B: prosramma Transliteration C: prosramma Beta Code: pro/sramma

English (LSJ)

ατος, τό, patch, Phot. s.v. ὀχθοίβους.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσραμμα: τό, τὸ προσραπτόμενον ἐπὶ χιτῶνος, ἐπίβλημα, Φώτ. 366 ἐν λ. ὀχθοίβους.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ προσράπτω
το αποτέλεσμα του προσράπτω, καθετί που προστίθεται με ραφή πάνω σε κάτι άλλο, το μπάλωμα.