σεληνόγονος
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, or σεληνό-γονον, τό, peony, Ps.-Dsc.3.140, Aët.12.63.
Greek (Liddell-Scott)
σεληνόγονος: -ον, ἡ, ἢ -γονον, τό, ἡ παιωνία ἢ γλυκυσίδη, Διοσκ. 3. 157· ἴδε σελήνιον.
Greek Monolingual
ἡ, και σεληνόγονον, τὸ, Α
το γνωστό με τη λόγια ονομασία Παιωνία η κρητική φυτό, κν. σήμερα πηγουνιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + -γονος (< -γόνος < γίγνομαι)].