σκαφείδιον
From LSJ
English (LSJ)
τό, Dim. of sq. (not = σκαφίδιον), Hdn.Epim.239, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
σκᾰφείδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἑπομ., Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 239 (δὲν πρέπει νὰ συγχέηται πρὸς τὸ σκαφίδιον, ὅ ἴδε).
Greek Monolingual
τὸ, Α σκαφεῑον
1. (υποκορ. τ. του σκαφεῑον) μικρό λισγάρι
2. (κατά το λεξ. Σούδα) «σκαφείδιον, ή δίκελλα, διαφέρει τοῦ σκαφίδιον, τὸ πλοιάριον».