συμπίλησις
From LSJ
English (LSJ)
εως, ἡ, compression, Poll.7.171.
German (Pape)
[Seite 987] ἡ, das Verfilzen, Poll. 7, 171.
Greek (Liddell-Scott)
συμπίλησις: ἡ, συμπίεσις, σύνθλιψις, τῆς ὑγρότητος Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 4, 12, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 171. ― συμπίλημα, τό, Boisson. Ἀνέκδ. 2. 416. ― συμπιλητικός, ή, όν, ἐπιτήδειος εἰς σύνθλιψιν ἢ κλείσιμον, τῶν πόρων Τίμ. Λοκρ. 100Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
resserrement, condensation.
Étymologie: συμπιλέω.
Russian (Dvoretsky)
συμπίλησις: εως (πῑ) ἡ уплотнение, сгущение Arst., Plut.