συνανοίγω
From LSJ
Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund
English (LSJ)
open in company with, συνανοιγόντων καὶ συγκλειόντων τὰς θύρας τοῖς . . ταμίαις IG12.91.16; συνανοίγνουσα (sic) τὰ συγχωσθέντα SIG799.8 (Cyzicus, i A.D.):—Pass. συνανοίγνῠμαι Them.Or. 20.235c.
Greek (Liddell-Scott)
συνανοίγω: ἀνοίγω ὁμοῦ, συνανοιγόντων τὰς θύρας, ἀντίθετον τῷ συγκλείω, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 16. ― Παθ., συνανοίγνῠμαι, Θεμίστ. 235C.
Greek Monolingual
ΜΑ
ανοίγω κάτι μαζί με άλλον ή συγχρόνως με κάτι άλλο.