φιλοπλάτων
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
English (LSJ)
[ᾰ], ωνος, ὁ, ἡ, fond of Plato, Phld.Ind.Sto.61, Alex.Aphr. in Top.530.11, D.L.3.47, Attic. ap.Eus.PE15.4.
German (Pape)
[Seite 1283] ωνος, den Platon liebend, Freund, Freundinn des Platon, D. L. 3, 47.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοπλάτων: [ᾰ], ωνος. ὁ, ἡ, ὁ ἀγαπῶν τὸν Πλάτωνα, Διογέν, Λαέρτ. 3. 47, Ἀττ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Πρ. 795C.
Greek Monolingual
-ωνος, ὁ, ἡ, ΜΑ
θαυμαστής του Πλάτωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + Πλάτων.
Russian (Dvoretsky)
φιλοπλάτων: ωνος ὁ и ἡ поклонник (поклонница) Платона Diog. L.