φιλοχρήμων
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον, gen. ονος, = φιλοχρήματος, Dam.Isid.238, Lyd.Mag.3.53.
German (Pape)
[Seite 1288] ονος, = φιλοχρήματος, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοχρήμων: -ον, = φιλοχρήματος, ψυχὴν φιλοχρήμονα, δουλοπρεπῆ Δαμάσκ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 350. 18, Σουΐδ. ἐν λέξ. ψυχή.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ
φιλοχρήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -χρήμων (< χρῆμα), πρβλ. πολυ-χρήμων].