χαριτώσιος
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
α, ον, = χαριτήσιος, Ibyc.51 (Rhegine, acc. to Sch.D.T.p.542 H.).
Greek Monolingual
-ον, Α
χαρίεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + σπάνιο επίθημα -ώσιος (πρβλ. ἀνακ-ώσιος, ἐτ-ώσιος)].