βαθύχθων
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθύχθων: -ον, γεν. –ονος, =βαθύγειος, Αἰσχύλ. Θήβ. 306.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
au sol profond, càd fertile.
Étymologie: βαθύς, χθών.
Spanish (DGE)
(βᾰθύχθων) -ον de densa capa de tierra, fértil, αἶα A.Th.306.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
βᾰθύχθων: -ον, γεν. -ονος, = βαθύγαιος, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βαθύχθων: gen. χθονος Aesch. = βαθύγειος.
Middle Liddell
= βαθύγαιος, Aesch.]
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαθύχθων -ον, gen. -ονος βαθύς, χθών vruchtbaar (van grond).