βουκολίσκος
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ὁ, a kind of bandage, Gal.18(1).777.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ medic. un tipo de vendaje Gal.18(1).777.
Greek Monolingual
βουκολίσκος, ο (Α)
είδος επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουκόλος. Η σημ. της λ. προήλθε από μεταφορική χρήση, η οποία δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί (πρβλ. βουβωνίσκος)].