βρύγδην
From LSJ
English (LSJ)
Adv., (βρύκω) properly, with clenched teeth: of a polypus, tightly, AP9.14 (Antiphil.).
German (Pape)
[Seite 466] knirschend, beißend, πλέξασθαι Antiphil. 28 (IX, 14).
Greek (Liddell-Scott)
βρύγδην: ἐπίρρ. (βρύκω) κυρίως μὲ συνεσφιγμένους ὀδόντας· ἀλλ᾿ ἐν Ἀνθ. ΙΙ. 9.14, ἐπὶ πολύποδος, σφικτά, δυνατά.
Spanish (DGE)
adv. apretadamente, estrechamente πλέξασθαι del abrazo de un pulpo AP 9.14 (Antiphil.), cf. Hsch.β 1253.
Greek Monolingual
βρύγδην επίρρ. (Α) βρύκω
1. με σφιγμένα δόντια
2. σφιχτά, δυνατά.
Russian (Dvoretsky)
βρύγδην: adv. досл. вцепившись зубами, перен. (об осьминоге) впившись (πλέξασθαι ὀκτατόνους ἕλικας Anth.).