γονοποιΐα
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
production of offspring, Alex.Aphr.Pr.2.68.
German (Pape)
[Seite 501] ἡ, Befruchtung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γονοποιΐα: παιδοποιία, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 68.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ fecundación Alex.Aphr.Pr.2.68.