δίτροχος
From LSJ
εἰ μὲν θάνατόν τε φυγὼν καὶ γῆρας ἀπεχθόμενον ἔστι τοι τούτων λάχος → if you wish to escape death and hated old age you can have this lot
English (LSJ)
ον, two-wheeled, ἅμαξα Edict.Diocl.15.40; καθέδρα Men.Prot.p.51 D.
Spanish (DGE)
-ον
de dos ruedas, ἅμαξα DP 15.40, καθέδρα Men.Prot.10.3.28, cf. Gloss.3.321.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δίτροχος, -ον)
(για οχήματα, ποδήλατα κ.λπ.) αυτός που έχει δύο τροχούς
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δίτροχο(ν)
όχημα με δύο τροχούς.