δεξιωτικός
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
ή, όν, welcoming, hospitable, φιλοφροσύνη Eust.782.56.
German (Pape)
[Seite 547] die Rechte darreichend, bewillkommnend, Eust.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
acogedor, hospitalario ἔργα Eust.738.50, φιλοφροσύνη Eust.782.56.
Greek Monolingual
δεξιωτικός, -ή, -όν (Μ) δεξιούμαι
αυτός που είναι κατάλληλος για δεξίωση.