διακυλινδέω
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
to roll about, Arist.HA613b26.
German (Pape)
[Seite 585] auseinander wälzen, Arist. H. A. 9, 8.
Greek (Liddell-Scott)
διακῠλινδέω: κυλίω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9.8, 5.
Spanish (DGE)
hacer rodar οἱ ἄρρενες τὰ ᾠά Arist.HA 613b26, μῆλον ... πρὸ τῶν τῆς θεραπαίνης ποδῶν Aristaenet.1.10.27.
Russian (Dvoretsky)
διακῠλινδέω: катать в разные стороны (τὰ ᾠά Arst.).