διεκμηρύομαι
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
unwind, Ph.Bel.57.44.
German (Pape)
[Seite 618] herausziehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διεκμηρύομαι: ἐκτυλίσσω, ἐξέλκω, Φίλων Βελοπ. σ. 57.
Spanish (DGE)
desenrollar en v. pas. ὅλον (κῶλον) διὰ τῶν χοινικίδων διεκμηρύεσθαι Ph.Bel.57.44, cf. 58.44.