καρυηδόν
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
like a κάρυον: κ. κάταγμα fracture like a broken nut, i. e. comminuted fracture, Sor.Fract.10, Gal.14.792, Paul.Aeg.6.89.
German (Pape)
[Seite 1331] nußartig, von einem Knochenbruch, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰρυηδόν: ὁμοίως πρὸς κάρυον· - καρ. κάταγμα, ἐπιφέρον θραῦσιν εἰς πολλὰ τεμάχια οἷα τὰ τοῦ τεθραυσμένου καρύου, Γαλην. 2. 397· πρβλ. ἀλφιτηδόν.
Greek Monolingual
καρυηδόν (AM)
επίρρ.
1. σαν καρύδι
2. φρ. «καρυηδὸν κάταγμα» — συντριπτικό κάταγμα οστού με θρυμματισμό σε ορισμένο σημείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ηδόν (πρβλ. κλιμακηδόν, τετραποδηδόν)].