κατακεράννυμι
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
mix, temper, in Pass., Arist.Pr.949a38, Sor.1.53, Plu.2.132d:—Act., dilute, weaken, δριμύτητα Dsc.5.11; cf. κατακίρνημι:— also κατακεραννύω, Poll.10.149.
German (Pape)
[Seite 1352] (s. κεράννυμι), vermischen; Wein, Plut. de san. tu. p. 396, im part. praes. pass.; κατακεραννύουσι τὸν σίδηρον Poll. 10, 149.
Greek (Liddell-Scott)
κατακεράννῡμι: (ἀνα)μιγνύω, οἶνον κατακεραννύμενον καλῇ ὑδροποσίᾳ Πλούτ. 2. 132D· ὡσαύτως -ύω, Πολυδ. Ι΄ 149. -Μέσ., μέλλ.-κεράσομαι Εὐμάθ. 4. 25. -Παθ., Ἀριστ. Προβλ. 28. 1, 3.
French (Bailly abrégé)
mélanger.
Étymologie: κατά, κεράννυμι.
Greek Monolingual
κατακεράννυμι και κατακερανύω AM
αναμιγνύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κεράννυμι «αναμιγνύω»].
Russian (Dvoretsky)
κατακεράννυμι: (только part. praes. pass.) смешивать, разбавлять (οἶνος κατακεραννύμενος Plut.).