καταταράσσω
From LSJ
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
English (LSJ)
Greek (Liddell-Scott)
κατατᾰράσσω: καθ’ ὑπερβολὴν ταράσσω, σύγχυσιν ἐπιφέρω, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
(Α καταταράσσω και καταταράττω)
βλ. καταταράζω.