κερδία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, greed of gain, Phot.
German (Pape)
[Seite 1423] ἡ, = φιλοκερδία, Phot. 156, 25.
Greek (Liddell-Scott)
κερδία: ἡ, = φιλοκερδία, Ἡσύχ. (ἔνθα κερδέα) καὶ Φώτ. ὡσαύτως κερδεία, = ἀλωπεκία, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
κερδία, ἡ (Α) κέρδος
(κατά τον Φώτ.) απληστία για κέρδος, φιλοκέρδεια.