κισηρώδης
From LSJ
λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead
English (LSJ)
ες, = κῐσηροειδής, Ephor.65(e) J., Dsc.5.74.
Greek (Liddell-Scott)
κισηρώδης: -ες, = κισηροειδής, Διόδωρ. 1. 39, Πλούτ. 2. 888D.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
mieux que κισσηρώδης;
c. κισηροειδής.
Greek Monolingual
κισηρώδης, -ῶδες (AM) κίσηρις
κισηροειδής.