κεῖρις
From LSJ
τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
English (LSJ)
εως, ἡ, fabulous bird, expld. by ἱέραξ or ἀλκυών, Hsch., cf. Verg.Ciris tit. κειρύλος, v. κηρύλος.
German (Pape)
[Seite 1412] εως, ἡ, lat. ciris, ein vom Raube lebender Meervogel, vgl. Virgil. Ciris u. Ovid. Metam. 8, 150; wohl derselbe Vogel, den Opp. Hal. 1, 129 κίῤῥις nennt.
Greek (Liddell-Scott)
κεῖρις: -εως, ἡ, ἁρπακτικόν τι θαλάσσιον ὄρνεον, Λατ. ciris, τοῦ ὁποίου ἡ μυθικὴ ἱστορία ὑπάρχει τῷ τοῦ Οὐεργιλίου Ciris, Ὀβιδ. Μεταμ. 8. 150· παρὰ τῷ Ὀππ. Ἁλ. 1. 129 λέγεται κιρρὶς ἀντὶ τοῦ κεῖρις.