κοιλιολυτικός

From LSJ
Revision as of 02:00, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιολῠτικός Medium diacritics: κοιλιολυτικός Low diacritics: κοιλιολυτικός Capitals: ΚΟΙΛΙΟΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: koiliolytikós Transliteration B: koiliolytikos Transliteration C: koiliolytikos Beta Code: koiliolutiko/s

English (LSJ)

ή, όν, laxative, Gp.10.51 tit.

German (Pape)

[Seite 1466] ή, όν, Durchfall verursachend, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιολῠτικός: -ή, -όν, ἔχων τὴν δύναμιν νά λύῃ τὴν κοιλίαν, Γεωπ. 10. 51, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.

Greek Monolingual

κοιλιολυτικός, -ή, -όν (Μ) κοιλιολυτώ
αυτός που λειτουργεί ως καθαρτικό τών εντέρων, αυτός που προξενεί διάρροια, καθαρτικός.