κονιορτώδης

From LSJ
Revision as of 02:05, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονῐορτώδης Medium diacritics: κονιορτώδης Low diacritics: κονιορτώδης Capitals: ΚΟΝΙΟΡΤΩΔΗΣ
Transliteration A: koniortṓdēs Transliteration B: koniortōdēs Transliteration C: koniortodis Beta Code: koniortw/dhs

English (LSJ)

ες, dusty, Arist.HA557b3, Cael.313a20, Thphr.CP4.16.1, Dsc.1.26, Gal. 14.49.

German (Pape)

[Seite 1481] ες, wie aufgeregter Staub, staubig; ἔρια Arist. H. A. 5, 32; auch ἄνθρωπος, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κονιορτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος κονιορτῷ, πλήρης κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 32, 1, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 16, 1. Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α κονιορτώδης, -ῶδες) κονιορτός
1. αυτός που μοιάζει με κονιορτό
2. γεμάτος σκόνη («οἱ σῆτες ἐμφύονται μᾶλλον, ὅταν κονιορτώδη ᾗ τὰ ἔρια», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

κονιορτώδης: пыльный (τὰ ἔρια Arst.).