κολοκάνος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
ὁ, v. κολεκάνος.
German (Pape)
[Seite 1474] ὁ, v.l. für κολεκάνος.
Greek (Liddell-Scott)
κολοκάνος: ὁ, ἴδε κολεκάνος.